περιστοιχίζω

περιστοιχίζω
ΝΜΑ
περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σειρά ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων το ένα κοντά στο άλλο
νεοελλ.
μτφ. συνοδεύω κάποιον, είμαι ο ακόλουθός του («τόν περιστοιχίζουν διάφοροι κόλακες»)
αρχ.
1. (σχετικά με πολιορκούμενο στράτευμα) περιβάλλω κυκλικά σαν να περικλείω με δίχτυ
2. (κατά τον Ησύχ.) «περιστοιχίσαντες
περιλαβόντες»
3. μέσ. περιστοιχίζομαι
α) περιβάλλω, περικυκλώνω κάποιον για προσωπικό μου συμφέρον
β) μτφ. περιβάλλομαι («κινδύνοις περιστοιχιζόμενος μυρίοις», Ηλιοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + στοιχίζω «βάζω στη σειρά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιστοιχίζω — περιστοιχίζω, περιστοίχισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιστοιχίζω — περιστοιχίζομαι pres subj act 1st sg περιστοιχίζομαι pres ind act 1st sg περιστοιχίζω surround as with toils pres subj act 1st sg περιστοιχίζω surround as with toils pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστοιχίζω — περιστοίχισα, περιστοιχίστηκα, περιστοιχισμένος, περιβάλλω κάποιον, ακολουθώ, αποτελώ την ακολουθία του: Περιστοιχίζεται από τους συγγενείς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιστοιχίζεσθε — περιστοιχίζομαι pres imperat mp 2nd pl περιστοιχίζομαι pres ind mp 2nd pl περιστοιχίζομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) περιστοιχίζω surround as with toils pres imperat mp 2nd pl περιστοιχίζω surround as with toils pres ind mp 2nd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστοιχίζῃ — περιστοιχίζομαι pres subj mp 2nd sg περιστοιχίζομαι pres ind mp 2nd sg περιστοιχίζομαι pres subj act 3rd sg περιστοιχίζω surround as with toils pres subj mp 2nd sg περιστοιχίζω surround as with toils pres ind mp 2nd sg περιστοιχίζω surround as… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστοιχώ — έω, ΜΑ περιστοιχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του περιστοιχίζω, κατά τα συνηρημένα σε έω] …   Dictionary of Greek

  • περιστοιχιζομένων — περιστοιχίζομαι pres part mp fem gen pl περιστοιχίζομαι pres part mp masc/neut gen pl περιστοιχίζω surround as with toils pres part mp fem gen pl περιστοιχίζω surround as with toils pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστοιχιζούσας — περιστοιχιζούσᾱς , περιστοιχίζομαι pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) περιστοιχιζούσᾱς , περιστοιχίζομαι pres part act fem gen sg (doric) περιστοιχιζούσᾱς , περιστοιχίζω surround as with toils pres part act fem acc pl (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστοιχιζόμεθα — περιστοιχίζομαι pres ind mp 1st pl περιστοιχίζομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) περιστοιχίζω surround as with toils pres ind mp 1st pl περιστοιχίζω surround as with toils imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστοιχιζόμενον — περιστοιχίζομαι pres part mp masc acc sg περιστοιχίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg περιστοιχίζω surround as with toils pres part mp masc acc sg περιστοιχίζω surround as with toils pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”